κατειλημμένος

κατειλημμένος
-η, -ο
(μτχ. παθ. παρακμ.) βλ. καταλαμβάνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατειλημμένος — καταλαμβάνω seize perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ятый — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  прич. (греч. συλληφθείς) взятый, пойманный, схваченный (2 Макк …   Словарь церковнославянского языка

  • αγκαζέ — 1. (ως μτχ.) κατειλημμένος, δεσμευμένος εκ τών προτέρων 2. (ως επίρρ.) κρατώντας ο ένας τον άλλο, με το χέρι περασμένο κάτω από το λυγισμένο χέρι τού άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος)] …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερος — και λεύθερος και λεύτερος, η, ο (AM ἐλεύθερος, α, ον και ἐλεύθερος, ον) 1. αυτός που δεν εξαρτάται από άλλον, που δεν υπόκειται στην εξουσία άλλου 2. (για τόπο ή χώρα) εκείνος που δεν υπάγεται σε ξένη εξουσία, δεν βρίσκεται υπό ξένη κυριαρχία ή… …   Dictionary of Greek

  • εντυπάδεια — ἐντυπάδεια, η (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν τῷ ἱματίῳ τὴν χεῑρα πρὸς πρόσωπα κατειλημμένος στήσῃ» …   Dictionary of Greek

  • ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • σωμάλοιφος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατειλημμένος σώματι τὰ σκὐτινα αἰδοῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σῶμα + ἀλείφω] …   Dictionary of Greek

  • φρενήρης — ες / φρενήρης, ῆρες, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρενοάρας Α νεοελλ. κατειλημμένος από φρενίτιδα, έξαλλος μσν. αρχ. αυτός που έχει υγιή νου, μυαλωμένος («συνετὴν οὖσαν καὶ φρενήρη», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ήρης* (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνομαι — καταλαμβάνομαι, καταλήφθηκα, κατειλημμένος βλ. πίν. 166 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”